Πέμπτη 8 Απριλίου 2010
ΣΙΑΤΙΣΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΒΟΥΡΙΝΟΣ
Ανάμεσα στις κορυφές του σχηματίζεται μια μεγάλη βαθιά κοιλάδα, η περίφημη κοιλάδα του Μεσιού (μεσαίου) Νερού, που συγκεντρώνει το διεθνές ενδιαφέρον βοτανολόγων, ζωολόγων, εντομολόγων και άλλων ειδικών επιστημόνων. Εδώ το οικοσύστημα εξασφαλίζει ιδανικές συνθήκες βλάστησης για πολυάριθμα είδη φυτών, 15 από τα οποία είναι ενδημικά στην Ελλάδα, ενώ 8 είναι τοπικά ενδημικά, μοναδικά στον κόσμο!
Η επίσκεψη στο όρος Βούρινο προσφέρει μία σπάνια μορφωτική εμπειρία και μία εξαιρετική ευκαιρία μελέτης του περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την επίσκεψη σε ενδιαφέροντες αρχαιολογικούς χώρους. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα, στο Βούρινο, κοντά στο χωριό Χρώμιο, που απέχει 12 χλμ. από την Αιανή. Είναι αφιερωμένο στους μακεδόνες ήρωες που πολέμησαν γενναία για την ελευθερία τους και στεγάζει ιστορικά κειμήλια από την επανάσταση του 1878.
Ο Μπούρινος είναι μικρός σε έκταση ορεινός όγκος που βρίσκεται νοτιοδυτικά της Κοζάνης. Η βόρεια και ανατολική πλευρά του ανήκει στο νομό Κοζάνης , ενώ η νοτιοδυτική στο νομό Γρεβενών. Η ψηλότερη κορυφή του, που λέγεται επίσης Μπούρινος έχει υψόμετρο 1866 μ. και βρίσκεται στο σύνορο των δύο νομών. Είναι ορατή από την πόλη της Κοζάνης.
Η θέα από κει είναι απεριόριστη προς τα δυτικά. Βλέπει κανείς όλο το νομό Γρεβενών και την ανατολική πλευρά της οροσειράς της Πίνδου, από το Γράμμο ως τον Κόζιακα. ΄Οταν υπάρχει ατμοσφαιρική διαύγεια φαίνονται και τα ʼγραφα. Από τις άλλες κορυφές, κοντινότερες στην Κοζάνη είναι η Βίγλα (1.141 ), πολύ κοντά στο χωριό Αργιλλος, το Ασπροβούνι (1563), που λέγεται έτσι διότι το χειμώνα φαίνεται από την Κοζάνη η βορεινή του πλευρά κάτασπρη από το χιόνι, το Σαμάρι (1454), το οποίο δεσπόζει της Εθνικής οδού Κοζάνης-Γρεβενών και τρεις κορυφές που σχηματίζουν μικρή οροσειρά από Βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά: Γκόλενα (1309), Νεράϊδα (1750), Πυραμίδα (1621 ), με απόληξη την ψηλότερη κορυφή. Οι νοτιοδυτικές πλαγιές του Βούρινου είναι γυμνές από βλάστηση και πέφτουν απότομες και βραχώδεις στο οροπέδιο των Βεντζίων, μέσου ύψους 700 μ., που ανήκει στο νομό Γρεβενών. Αντίθετα οι βόρειες και βορειοανατολικές πλαγιές είναι δασωμένες και διασχίζονται από κοιλάδες και χαράδρες. Ανάμεσα στις κορυφές Βούρινος (1866), Ασπροβούνι και Πυραμίδα σχηματίζεται μια κοιλάδα, η οποία περικλείεται από βουνά από όλες τις πλευρές της. Είναι η κοιλάδα του Μεσιανού νερού, από την οποία υδρεύεται η πόλη της Σιάτιστας. Προς Βορρά ο Μπούρινος χωρίζεται από τον ορεινό όγκο της Βέλλιας με μια στενόμακρη κοιλάδα που έχει τα ονόματα Φαρδύκαμπος, Μπάρα, Μπουγάζι. Οι ανατολικές πλαγιές καταλήγουν μάλλον ομαλά στο οροπέδιο της Κοζάνης. Προς νότο, ο Μπούρινος συνεχίζεται με μια μικρή σε όγκο, χαμηλή οροσειρά με ψηλότερη κορυφή το Φλάμπουρο (1 381 ). H προέκταση αυτή του Βούρινου σταματάει απότομα στον Αλιάκμονα ποταμό. Μια απόκρημνη χαράδρα, που σχηματίζει το ποτάμι στο σημείο αυτό, χωρίζει το Μπούρινο από τη Μπουνάσια και τα Καμβούνια που υψώνονται νοτιότερα.
Η χλωρίδα του Μπούρινου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δάση πυκνά και μεγάλα, όπως στα άλλα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας δεν υπάρχουν. Ωστόσο δεν υπάρχουν και εντελώς γυμνές εκτάσεις. Στο κέντρο του ορεινού όγκου υπάρχουν δάση από έλατα και μαύρα πεύκα, γάβρα κι άλλα πλατύφυλλα. Στους βορειοανατολικούς πρόποδες του Μπούρινου υπάρχει μεγάλο δάσος από δρυς. Το μεγαλύτερο μέρος του βουνού καλύπτεται από θαμνώδεις εκτάσεις, οι οποίες σε πολλές περιοχές του σχηματίζουν αδιαπέραστα θαμνώδη δάση, πραγματικό καταφύγιο για την άγρια πανίδα. Εκείνο το οποίο χαρακτηρίζει το Μπούρινο και τον έχει κάνει γνωστό στους βοτανολόγους της Ευρώπης, είναι η ποώδης βλάστησή του και ειδικά τα αγριολούλουδα, πολλά από τα οποία είναι σπάνια ή και μοναδικά στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Δύο- τρία είδη αγριολούλουδων του Μπούρινου είναι μοναδικά σ' ολόκληρο τον κόσμο. Η μοναδικότητα αυτή και η σπανιότητα της χλωρίδας του καθιστούν το Βούρινο αληθινό βοτανολογικό παράδεισο. Ευρωπαίοι φυσιοδίφες και βοτανολόγοι, κυρίως Γερμανοί, επισκέπτονται κάθε χρόνο το Μπούρινο και μελετούν τα σπάνια φυτά. Η καλύτερη εποχή για να θαυμάσει κανείς την Θέα των λουλουδιασμένων πλαγιών του Μπούρινου είναι το τέλος Μαίου και οι αρχές Ιουνίου. Και η περιοχή που έχει διατηρήσει αυτή την πλούσια χλωρίδα είναι περισσότερο ο κεντρικός Βούρινος, ιδίως οι βόρειες πλαγιές της ψηλότερης κορυφής και η κοιλάδα του Μεσιανού νερού.
Η κοιλάδα αυτή, που, όπως περιγράψαμε περικλείεται από ψηλές κορυφές, ευρισκόμενη σε ύψος περίπου 1.000 μέτρων, με ελαφρά βόρειο προσανατολισμό και μακριά από κατοικημένους τόπους, διατήρησε ως σήμερα, αλώβητη από την ανθρώπινη επέμβαση, μια μεγάλη ποικιλία από φυτά. Μέσα από συστάδες πεύκων και άλλων δένδρων, στα ξέφωτα, βλέπει κανείς την άνοιξη υπέροχα τοπία, όπου το πράσινο χορτάρι πλαισιώνει την πανέμορφη ποικιλοχρωμία των λουλουδιών. Η κοιλάδα του Μεσιανού νερού έχει κηρυχθεί από το κράτος προστατευμένη περιοχή. Δεν βόσκουν κοπάδια μέσα σ' αυτήν, αλλά η λαθροθηρία οργιάζει, όπως σ' όλη την Ελλάδα. Πριν μερικά χρόνια τα τζιπ τριγύριζαν ανενόχλητα μέσα στο εσωτερικό της κοιλάδας, σε δασικούς δρόμους. Αργότερα τοποθετήθηκε μια μπάρα κι εμποδίστηκε η πρόσβαση με αυτοκίνητο. Ωστόσο μπορεί κανείς να κινηθεί με αυτοκίνητο στα όρια της κοιλάδας. Θα ήταν ευχής έργο, αν η περιοχή είχε κηρυχθεί εθνικός δρυμός, μια και είναι, ίσως, η αξιολογότερη στην Ελλάδα από άποψη σπανιότητας φυτών. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό προς το παρόν, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε γι' αυτό ο Ορειβατικός Σύλλογος Σιάτιστας, διότι το απαγορεύει η σχετική νομοθεσiα. Για να κηρυχθεί μια περιοχή Εθνικός δρυμός πρέπει να υπάρχει εκτός από τη χλωρίδα και πλούσια πανίδα, πράγμα που δεν διαθέτει ο Μπούρινος...
Πέμπτη 1 Απριλίου 2010
ιστορια της Σιατιστας
Η Σιάτιστα είναι νεότερη κωμόπολη και για τον πρώτο συνοικισμό δεν υπάρχει κανένα γραπτό μνημείο που να αναφέρει την κτίση του. Από την παράδοση μόνο γνωρίζουμε ότι στην περιοχή κάλυπταν απέραντα δάση, άρα ήταν περιοχή πλούσια σε βλάστηση που δεν ήταν δυνατό να μείνει ανεκμετάλλευτη από τους βοσκούς της εποχής. Έτσι κοντά στις πηγές “Βρέτος”, “Ψαρά” και “Τσιποτούρα” που σώζονται ασήμαντα ίχνη συνοικισμού, έφτιαξαν οι βοσκοί καλύβες που τις ονόμασαν “καλύβια”, ονομασία που δίνεται συχνά στα χωριά που μένουν τσοπάνηδες.
Ο Δημήτριος Κανατσούλης αναφέρει ότι στη θέση που είναι σήμερα κτισμένη η Σιάτιστα, προϋπήρξε ένας αρχαίος οικισμός, ίσως ελιμιωτικός και ιδρύθηκε μετά την εγκατάσταση των Ελιμιωτών στην κοιλάδα του ποταμού Αλιάκμονα στο μεταίχμιο της Ελιμείας και Ορεστίδας και μάλιστα πάνω σε μια ορεινή διάβαση που συνέδεε τις δύο περιοχές. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγείται από την ανακάλυψη δύο αρχαίων τάφων, ενός στη Γεράνεια και ενός στη Χώρα. Ο δεύτερος περιείχε απολιθωμένους σχεδόν σκελετούς, που ο ένας μάλλον ανήκε σε γυναίκα, κρίνοντας από τα κτερίσματα που βρέθηκαν (ένα περιδέραιο και δύο αγγεία). Δεν ξέρουμε αν αυτού του οικισμού αποτελεί συνέχεια η σημερινή πόλη.
[Επεξεργασία] Κτίση της πόλης
Η κτίση της Σιάτιστας έγινε πιθανόν το 15ο αιώνα, πιθανότατα μετά την τουρκική κατάκτηση και κάτω από περιστάσεις που τις επέβαλλε η ανάγκη και ο φόβος. Στα χρόνια του Σουλτάν Μουράτ του Α΄ οι Τούρκοι Κονιάροι (από την περιοχή του Ικονίου) κυρίευσαν όλη σχεδόν τη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία και τη ΝΔ. Μακεδονία, κατέλαβαν και τη γόνιμη και εύφορη πεδιάδα των Καραγιανίων (Ξηρολίμνης) και έτσι πολλοί χριστιανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιοχές αυτές και να σκαρφαλώσουν στα βραχώδη υψώματα της Σιάτιστας, μέρος οχυρό, ασφαλές και απόκρυφο για να διαφυλάξουν με κάθε θυσία την πίστη τους, την εθνική τους ταυτότητα και την ελευθερία της συνείδησής τους. Οι κάτοικοι αυτοί εγκαταστάθηκαν αρχικά στην κάτω συνοικία που ονομάζεται μέχρι σήμερα Γεράνεια.
Αλλά και κάτοικοι των γύρω χωριών, όπως το Τσιαρούσινο (Μικρόκαστρο), η Τραπεζίτσα, η Πέλκα (Πελεκάνος), το Παλιόκαστρο, το Έξαρχο, η Σαρακίνα, η Γιάνκοβη, η Τσερβένα, το Πέτροβο κ.ά., μη μπορώντας να αντέξουν τις λεηλασίες και το βίαιο εξισλαμισμό των Κονιάρων και αργότερα των Τουρκαλβανών, κατέφυγαν στα κρησφύγετα της Σιάτιστας, δημιουργώντας το δεύτερο συνοικισμό, τη Χώρα, που όπως φαίνεται και από το όνομά της ήταν εγκατεστημένες οι αρχές της Σιάτιστας.
Σαν αρχαιότερη συνοικία θεωρείται η Γεράνεια, αν κρίνουμε από τον τρόπο που μιλιέται το τοπικό ιδίωμα, το οποίο είναι λιγότερο επηρεασμένο από την κοινή νεοελληνική. Εξάλλου στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί και η ύπαρξη της αρχαιότερης σωζόμενης εκκλησίας, της Αγίας Παρασκευής.
Μεταξύ των δύο συνοικιών υπήρχε πάντα μία αντιπαλότητα. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια αποτελούσαν δύο ξεχωριστές συνοικίες που οι κάτοικοί τους συχνά έφταναν μέχρι και τον πετροπόλεμο, όπως μου διηγείται ο Δημήτριος Σιάσιος, που κι ο ίδιος πήρε πολλές φορές μέρος στις “μάχες”. Το γνωστό μέχρι τις μέρες μας : “Πήγα στη χώρα γιόμσα ψώρα, πήγα στη Γεράνεια γιόμσα περηφάνια” φανερώνει του λόγου το αληθές. Σήμερα οι δύο συνοικίες έχουν ενωθεί, αποτελώντας την πόλη της Σιάτιστας, αλλά δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο έχει εκλείψει εντελώς αυτή η προαιώνια αντιπαλότητα.
Αργότερα, μετά τις καταδιώξεις των Αλβανών το 1612 η Σιάτιστα δέχτηκε και πάλι μετανάστες ιδιαίτερα από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία αλλά και από τη Μοσχόπολη, το Σούλι, τη Δάρδα, τη Λάγγα, το Μοριά και αλλού.
Ο πληθυσμός της ήταν αμιγώς ελληνικός, εκτός από τις τουρκικές αρχές που είχαν την έδρα τους στην πόλη, ομιλούνταν πάντα τα ελληνικά και καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της φαίνεται ότι κατείχε κάποια προνόμια.
[Επεξεργασία] Ετυμολογία ονόματος
Από την αποίκισή της μέχρι σήμερα έλαβε κατά σειρά τα τέσσερα ονόματα Καλύβια, Αρμούτ-Κιόι, Φλωροχώρι, Σιάτιστα. Το όνομα "Φλωροχώρι" ήταν επωνυμία χαρακτηριστική του πλούτου που αποκόμισε από το εμπόριο ή και από το έθιμο να κρεμούν οι γυναίκες και τα κορίτσια φλουριά στο στήθος τους, τα οποία άστραφταν όταν χόρευαν στους γάμους και στα γλέντια. Για την ετυμολογία της λέξης "Σιάτιστα" έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται πολλές συζητήσεις. Το όνομα της πόλης ετυμολογείται:
από το βλάχικο Siat ή το λατινικό Sitis = δίψα (εξαιτίας της έλλειψης νερού παλιότερα στην πόλη)
από το σλαβικό Setsiam = χωρίζω, κόβω, διαιρώ και της τοπικής κατάληξης –ιστα = Σέτσιστα = πόλη χωρισμένη (από το χωρισμό της Σιάτιστας σε δύο συνοικίες, τη χώρα και τη Γεράνεια)
από το τουρκικό Set = οχυρό (από τη θέση – φρούριο) της πόλης
Άξια προσοχής είναι και η άποψη του καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κ. Ν. Ψημμένου, που ετυμολογεί το όνομα απ’ τη γερμανική λέξη Σιάτσ-στατ (Schatzstadt = θησαυρούπολη), όπως ονόμαζαν τη Σιάτιστα οι Σιατιστινοί απόδημοι του 17ου αιώνα που επέστρεφαν από την Αυστροουγγαρία. Αυτή την εκδοχή ενισχύουν ίσως και άλλες λέξεις και ονόματα, π.χ. Γκερεχτές (der gerechte), Ρετζέπης, καθώς και η προφορά της λέξης, η οποία είναι Σιάτς-στα ή Σάτς-στα (με δασύ Σ) και οχι Σιά-τι-στα.
[Επεξεργασία] Ανάπτυξη-ακμή της πόλης
Όποια κι αν είναι η σύνθεση του πληθυσμού της Σιάτιστας γεγονός είναι ότι μέσα στο 17ο αιώνα έχει προχωρήσει η αφομοίωση των ετερόκλητων πληθυσμιακών στοιχείων σε τέτοιο βαθμό, ώστε από τα μέσα του αιώνα αυτού να αρχίσει το φούντωμα της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης της πόλης που θα διαρκέσει μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Η οικονομική ανάπτυξη θα στηριχτεί κατά κύριο λόγο στο εμπόριο που διεξήγαγαν οι Σιατιστινοί έμποροι – πραματευτάδες μαζί με τους εμπόρους άλλων μακεδονικών πόλεων όπως η Καστοριά, η Κοζάνη, η Έδεσσα, η Θεσσαλονίκη κ.λ.π. με τη Βενετία στην αρχή και στη συνέχεια με τις χώρες της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Η Βενετία, η Τεργέστη, το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι και η Βιέννη ήταν πόλεις οικείες για τους Σιατιστινούς πραματευτάδες.
Τα προϊόντα που μετέφεραν ήταν δέρματα, γουναρικά, κρόκος και βαμβάκι και εισήγαγαν μεταξωτά υφάσματα, κρύσταλλα και πορσελάνες, καθρέφτες με ξύλινες επιχρυσωμένες κορνίζες, κοσμήματα με πολύτιμους λίθους κ.ά. , πολλά από τα οποία σώζονται σήμερα σε διάφορες οικογένειες.
Η μεγάλη ακμή και ο πλούτος, σε συνδυασμό με την αξιόλογη αγωνιστική της δράση, ήταν η αιτία που τέσσερις φορές σε μισό περίπου αιώνα, από το 1784, πολυάριθμες ορδές Τουρκαλβανών έκαναν επιδρομές στην πόλη. Οι επιδρομές αποκρούστηκαν με γενναιότητα από τους κατοίκους που αμύνθηκαν οχυρωμένοι στα αρχοντικά και στις εκκλησίες. Τα σημάδια από τις επιθέσεις αυτές έμειναν τόσο ανεξίτηλα στην ψυχή των Σιατιστινών.
Σημαντική είναι και η συμβολή της Σιάτιστας στον αγώνα του 1821. Η ενεργός ανάμειξή της αρχίζει με το Γεώργιο Παπάζωλη, ο οποίος συνδέθηκε με στενή φιλία με το Γρηγόριο Ορλώφ. Με την υποστήριξή του κατατάχτηκε στο ρωσικό στρατό όπου προάχθηκε σε αξιωματικό. Θερμός πατριώτης και οραματιστής της ελληνικής ελευθερίας μιλά στην αυτοκράτειρα της Ρωσίας, Αικατερίνη για την Ελλάδα και τα δεινά των Ελλήνων. Έτσι το έτος 1770 στέλνεται από την Αικατερίνη Β' της Ρωσίας στην Ελλάδα, για να προπαρασκευάσει την επανάσταση. Ανεξάρτητα από την επιτυχία του έργου του, ο Παπάζωλης υπήρξε πρόδρομος του Ρήγα και των Φιλικών.
Η συμμετοχή της Σιάτιστας στη δράση του Ρήγα Βελεστινλή είναι έκδηλη και ο αριθμός των νεαρών Σιατιστινών που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο Ρήγα πραγματικά συγκινητικός
Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010
Κυριακή 28 Μαρτίου 2010
ΣΙΑΤΙΣΤΑ - ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ
Η Σιάτιστα, πόλη σκαρφαλωμένη στον αυχένα του βουνού Βέλια, σε ένα τοπίο με ιδιάζουσα ορεινή αγριάδα, συνταιριασμένη με την μοναδική στο είδος της γλυκύτητα και ομορφιά, σε υψόμετρο 900 μέτρων, προσκαλεί και προκαλεί τον κάθε επισκέπτη, όσο απαιτητικός και εάν είναι. 28 χιλιόμετρα δυτικά της Κοζάνης, 4 χιλιόμετρα από τον κόμβο της Εγνατίας οδού, αποτελεί τον ιδανικότερο σταθμό για τον επισκέπτη που κατευθύνεται στα Γρεβενά, στα Γιάννενα, στην Καστοριά, στις Πρέσπες, στην Έδεσσα.
Παραδοσιακός οικισμός, με δύο ανεπανάληπτα καμπαναριά, εξαίσιες μεταβυζα- ντινές εκκλησίες, ανυπέρβλητα οικοδομήματα, τα περίφημα Αρχοντικά, η Σιάτιστα σηκώνει ένα βάρος πνευματικής, πολιτιστικής και εμποροοικονομικής κληρονομιάς που πεισματικά και επίμονα το βαστάζει στους ώμους της.
Η Σιάτιστα συνεχίζει να κρατάει την εθιμοτυπία, ένδειξη της φιλέορτης διάθεσης των κατοίκων, με εκδηλώσεις που ασκούν μια ιδιαίτερη γοητεία στον επισκέπτη. Το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου οι μεγάλες φωτιές, με τα κουδούνια να χτυπούν και τα χάλκινα να παίζουν, δίνουν το μήνυμα των Χριστουγέννων. Την Πρωτοχρονιά το χτύπημα των κουδουνιών με την απόλυση της θείας λειτουργίας και τα Θεοφάνεια, στις 6 Ιανουαρίου τα «μπουμπουσιάρια» (καρναβάλια) σκορπίζουν χαρά και δίνουν ευκαιρία ξεφαντώματος. Στις 15 Αυγούστου οι καβαλάρηδες – προσκυνητές στο μοναστήρι της Παναγίας Μικροκάστρου με τα στολισμένα άλογα, συνθέτουν ένα φαντασμαγορικό θέαμα.